αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… … Dictionary of Greek
οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… … Dictionary of Greek
Μπομ-Μπάβερκ, Όιγκεν φον- — (Eugen von Bohm Bawerk, Μπρνο 1851 – Βιέννη 1914). Αυστριακός οικονομολόγος. Διετέλεσε υπουργός Οικονομικών και ένας από τους κυριότερους αντιπροσώπους της αυστριακής οικονομικής σχολής, στην οποία οφείλεται η οριακή θεωρία (κόστος,… … Dictionary of Greek
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… … Dictionary of Greek
φωτοηλεκτρισμός ή φωτοηλεκτρικό φαινόμενο — Εκπομπή ηλεκτρονίων εκ μέρους ενός υλικού συστήματος, που δέχεται τη δράση ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Το φαινόμενο, που το παρατήρησε κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. ο Ρίγκι, ο οποίος το όρισε ως φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, μελετήθηκε… … Dictionary of Greek